studio υπο το μηδεν

χωρος θεατρικης ερευνας

Σιρλει Βαλενταιν, Κωστας Γεωργουσοπουλος

Posted in Σιρλευ Βαλενταιν, 2000

Σιρλει Βαλενταιν, Κωστας Γεωργουσοπουλος

Κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου στην εφημερίδα «τα Νέα» για την παράσταση «Σίρλεϋ Βαλεντάϊν»

Έχει πολύ ενδιαφέρον η διαπίστωση πως το αθάνατο μπουλβάρ οφείλει την αθανασία του στη δυναμική του γενετικού του κώδικα! Πράγματι, αυτός ο κώδικας έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται κάθε φορά, να μεταμορφώνεται, να αλλάζει ποιότητα και λειτουργίες. Στο βάθος-βάθος, το πρώτο γονίδιό του βρίσκεται στα έργα του Μενάνδρου, δηλαδή στην πρώτη, στην ιστορία του θεάτρου, καταγραφή του αστικού κοινωνικού μορφώματος μέσω της μιμητικής πράξεως.

Ο Μένανδρος πρώτος σπάει τον παλιό αριστοφανικό κώδικα του πολιτικού θεάτρου και της πολιτικής κριτικής και περιορίζει την κριτική του στα αστικά ήθη και στις πάγιες συμπεριφορές του αστικού πυρήνα, της οικογένειας. Τσιγκούνηδες πατεράδες, στριφνοί πεθεροί, γλεντζέδες γιοι, μιξοπαρθένες θυγατέρες, καλόκαρδες πόρνες, υποχρεωτικές ρουφιάνες, πειναλέοι, καπάτσοι και μπούφοι υπηρέτες, συμφεροντολόγοι εραστές, νόθα παιδιά, χαμένα παιδιά, ερωτικές απιστίες, μοιχείες, παρεξηγήσεις, νωθροί άνθρωποι, τυχεροί, άτυχοι, νεόπλουτοι και ξοφλημένοι. Ιδού το πάνθεον του μπουλβάρ, όπως σε συνεχείς μεταμορφώσεις έφτασε στην αποθέωσή του, ιδιαίτερα στη Γαλλία στο μεσοπόλεμο, και με συνεχείς «μεταστάσεις» ευδοκίμησε έως τις μέρες μας στη Γερμανία, στην κινηματογραφική Ιταλία, στη Σοβιετική Ένωση (για θυμηθείτε το σοσιαλιστικό μπουλβάρ του Αρμπούζωφ: « Καημένε μου Μάρικ», «Μακρινός δρόμος», «Μια ιστορία από το Ιρκούτσκ», «Φθινοπωρινή ιστορία») και, βέβαια, στην Αγγλία και στην Αμερική, ο Νηλ Σάϊμον είναι η ευτυχέστερη τελευταία μετεμψύχωση του Μενάνδρου. Ο Ουϊλλυ Ράσσελ δεν είναι άγνωστος στον τόπο μας. Ήδη, η Βουγιουκλάκη είχε παρουσιάσει και το «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» και τη «Σίρλεϋ Βαλεντάϊν». Πρόσφατα, επίσης, παρουσιάστηκε το έργο «Δεσμοί αίματος».

Ο Ράσσελ ανήκει σε αυτή την αξιόλογη ομάδα των τελευταίων [όχι όμως και των εσχάτων – έλεγα κάποτε πως όπως ο κόσμος ξεκίνησε με το γνωστό τρίο του Παραδείσου (εκείνος, εκείνη και ο… όφις) έτσι ως μπουλβάρ και θα τελειώσει] αναμορφωτών του ενδόξου είδους.

Τώρα το πανέξυπνο μονολογικό έργο του «Σίρλεϋ Βαλεντάϊν» παιζόταν από την Μίρκα Παπακωνσταντίνου στο θέατρο «Ήβη», και πάλι εντυπωσίαζε με τη φρεσκάδα της γραφής, το διαβρωτικό, αλλά όχι καταλυτικό, χιούμορ, την κοινωνική του κριτική, την ψυχογραφική του λεπτότητα και την τίμια, χωρίς υπερβολές, ρεαλιστική καταγραφή της καθημερινότητας μιας τυπικής Ευρωπαίας νοικοκυράς, στην κρίσιμη κυρίως ερωτική ηλικία.

Ο καμβάς απλούστατος, κοινότοπος. Μια καταπιεσμένη νοικοκυρά αφήνει την πληκτική, συνοικιακή της συζυγική και μητρική ζωή, φτάνει στα ελληνικά ( κι όποια άλλα θέλετε… εξωτικά) νησιά, χαίρεται τον έρωτα ενός ψαρά και επιλέγει την απλή, ζεστή, μεσογειακή ατμόσφαιρα, την ανειμένη ηθική για το υπόλοιπο του βίου της.

Δραματολογικές συγκρίσεις με τη «Νόρα» του Ίψεν, π.χ., είναι μάλλον υπερβολικές, θα έλεγα όμως πως το «πρόβλημα» της Νόρας δίνει την ευκαιρία στον Ράσσελ να δημιουργήσει μια ανάλογη προβληματική με τη μέθοδο της απλουστευτικής εκλαΐκευσης.
Τίμιας, ευθύβολης, αλλά σχηματικής, εκ των πραγμάτων, αφού το μπουλβάρ είναι ένας αποχυμωτής που όλα τα λιώνει και κρατάει συνήθως τον αφρό.

Φοβάμαι πως στην παράσταση του θεάτρου «Ήβη» ο σκηνοθέτης ήταν καταρχήν περιττός. Τι μπορούσε να διδάξει ένας άπειρος νέος, όπως ο Νίκος Καραγέωργος (καλός ηθοποιός, βέβαια), στη Μίρκα Παπακωνσταντίνου σε ένα μονόλογο; Εξάλλου, δεν διέκρινα καμία αλλαγή, μετατόπιση ή απόρριψη του γνωστού υποκριτικού της κώδικα. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, όταν παίζει κωμωδία, καταφεύγει, όπως είναι απαραίτητο, στη μανιέρα της. Ηθοποιός κωμικός χωρίς μανιέρα δεν φάνηκε ακόμα στον ορίζοντα. Με τεράστια πείρα στο είδος, η Παπακωνσταντίνου έχει δημιουργήσει το εκφραστικό της τυπολόγιο, τους προσωπικούς ρυθμούς της, τις σημαίνουσες παύσεις και τις εύγλωττες μούτες.

Βέβαια, ο Νίκος Καραγέωργος κάτι έπρεπε να κάνει για να μην αισθάνεται περιττός. Και γέμισε τη σκηνή με περιττά πράγματα! Επιστράτευσε τους μαθητές μιας σχολής, σεμιναρίου κ.τ.λ. και παραγέμισε με χορευτικά και αυτοσχεδιαστικά μικροδρώμενα το μονόλογο. Ένα τουρλού τουρλού.

Δεν λέω πως έβλαψε το κείμενο, αλλά δεν κατενόησα την ανάγκη μιας τέτοιας φασαρίας, χωρίς λόγο. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, μέσα στο ευέλικτο σκηνικό του Γαβαλά, έπαιξε κυριολεκτικά με την εύφορη μετάφραση του Παύλου Μάτεσι. Μια μετάφραση παφλάζουσα αλλά και τρυφερή, ερωτική αλλά και «πληκτική», αφού χρειαζόταν να καταγράφει μουσικά με λέξεις ανάλογα συναισθήματα. Η Παπακωνσταντίνου είναι ηθοποιός με χιούμορ, με καταιγιστικούς ρυθμούς, με άνετες μετατροπές ύφους, με αιφνιδιασμούς. Ξέρει να επικοινωνεί με το κοινό και συχνά να του κλείνει συνωμοτικά το μάτι.

Έδωσε μια Σίρλεϋ Βαλεντάϊν «Ευρωπαία», που μπορεί να τη συναντήσει κανείς στο Όσλο, στη Δρέσδη, στη Λυών, αλλά και στην Πάτρα, στην Κομοτηνή και, σίγουρα, σε μια ταβέρνα στην Πάρο, παρέα με ούζο και τοπική νεολαία.